Ερωτικό γράμμα προς ένα βιβλίο

Κάτι για το «Πώς Φιλιούνται οι Αχινοί» της Αλεξάνδρας Κ*

Το μυθιστόρημα για το οποίο θα σας μιλήσω άργησε να βρεθεί στα χέρια μου.
Κυκλοφόρησε στο τέλος του 2017 και εγώ το απέκτησα τον Μάρτιο του 2020 μία μέρα πριν την πρώτη καραντίνα.

…διά χειρός Hλία Τσίπα

Μου είχε κινήσει το ενδιαφέρον από όταν κυκλοφόρησε, είχα δει τις παρουσιάσεις του που είχαν γίνει κι είχαν ανέβει σε βίντεο στο διαδίκτυο και γνώριζα την συγγραφέα του την αγαπημένη Αλεξάνδρα Κ* μέσα από την τηλεοπτική σειρά ”ηρωίδες” όπου έγραφε το σενάριο και κρατούσε κι έναν από τους βασικούς ρόλους. Η σειρά ήταν υπέροχη, φρέσκια και πρωτοποριακή αλλά δυστυχώς έπεσε θύμα της οικονομικής κρίσης και κόπηκε πριν ολοκληρώσει τον κύκλο της.

Στο link που παραθέτω μπορεί κάποιος να διαβάσει μια ενδιαφέρουσα συνέντευξή της πριν οχτώ χρόνια στη LIFO, σχεδόν δυόμιση χρόνια πριν κυκλοφορήσει το πρώτο της μυθιστόρημα.

Επιστρέφοντας στον Μάρτιο του 2020 όπου απέκτησα το ”πώς φιλιούνται οι αχινοί”, το θαυμάσιο αυτό ντεμπούτο της συγγραφέως στην λογοτεχνία ενηλίκων θυμάμαι πως βολτάροντας στο κέντρο εκείνο το πρωινό επέλεξα το γνωστό βιβλιοπωλείο της Σταδίου για να μπω μέσα και να απορροφηθώ στον υπέροχο χάρτινο μαγικό κόσμο του. Συχνά άλλωστε οι βόλτες μου σε τέτοια μέρη καταλήγουν, βιβλιοπωλεία κι ύστερα σινεμά κατά σειρά προτεραιότητας.

Τα αντίτυπα του βιβλίου ήταν ελάχιστα και κοιτώντας το εξώφυλλο είδα πως ήδη είχε φτάσει στην τρίτη έκδοση.

Αφού το διάβασα και θα συνεχίσω να το διαβάζω αρκετά συχνά ενθουσιάστηκα όταν είδα τον περασμένο χρόνο σε ένα βιβλιοπωλείο πως έχει φτάσει στην τέταρτη έκδοση. Αξίζει και με το παραπάνω. Λυπάμαι που δεν έχω μεγάλο κύκλο ανθρώπων και φίλων στη ζωή μου γιατί αναμφισβήτητα θα ήταν το δώρο που θα επέλεγα να κάνω σε όλες και όλους αλλά ακόμα και σε αγνώστους (λέμε τώρα) γιατί πιστεύω πως πρέπει να διαβαστεί από όλους τους λάτρεις της σύγχρονης αξιόλογης ελληνικής λογοτεχνίας.

Κάποιοι θα διαφωνήσουν, ήδη σε διάφορα βιβλιοφιλικά sites βαθμολόγησης βιβλίων από αναγνώστες κατηγορείται ως δυσανάγνωστο, περίεργο κι επιτηδευμένο κι όμως δεν πρόκειται καθόλου για τέτοιο ανάγνωσμα. ΄

Ίσως χρειάζεται να αφήσεις το μυαλό και την καρδιά σου να τρυπηθούν από τα σαρκαστικά αγκάθια του ακριβώς όπως και οι αχινοί του τίτλου ώστε να φτάσεις στην ασύλληπτα ευαίσθητη ψυχή αυτού του βιβλίου που προσωπικά το αντιλαμβάνομαι ως μια σιωπηλή κραυγή για το πού βαδίζουν οι ανθρώπινες σχέσεις και πόση επιτέλους αδιαφορία πασπαλισμένη με ψεύτικα γνήσιο ενδιαφέρον χωράει σε αυτές.

Άλλωστε η σιωπή κάνει πολλές φορές περισσότερο θόρυβο από τη φασαρία αρκεί φυσικά να έχουμε την ικανότητα να την αντιληφθούμε ή να μην επιλέξουμε να αδιαφορήσουμε.

Τέλος πάντων αρκετοί εκφράζουν διαφωνίες για την αξία του βιβλίου και μάλιστα υπάρχει και  σύντομο βιντεάκι κοροϊδευτικής ανάγνωσης των πρώτων κεφαλαίων όπου είναι ξεκάθαρο πως αυτοί που το έφτιαξαν δεν είχαν ιδέα για ποιό πράγμα μιλούσαν ούτε είχαν διάθεση να καταλάβουν το βιβλίο καθώς στο βιντεάκι αναφέρουν πως δεν το έχουν διαβάσει ολόκληρο. Χρεώνουν ας πούμε το point of view ενός ήρωα του βιβλίου στην ίδια τη συγγραφέα ως δικές της απόψεις και γίνονται αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι τους οποίους η συγγραφέας σαρκάζει μέσα σε αυτό.

Πολλοί θα σκεφτούν αν αξίζει άραγε τόσο πολύ το βιβλίο διότι δεν είναι κλασικό, είναι απλά ένα σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα.

Γούστα είναι αυτά, κάποιοι σίγουρα θα το απορρίψουν, άλλοι θα το λατρέψουν.
Κάποτε διάβασα μετά από δική τους προτροπή σε δύο ανθρώπους την πρώτη παράγραφο του βιβλίου και μού είπαν να μην τους διαβάσω άλλο, ότι δεν κατάλαβαν τίποτα και μού ζήτησαν μόνο να τους πω πώς τελειώνει.

Είναι όπως με τις ταινίες που οι περισσότεροι θεατές δεν μπαίνουν στον κόπο να σκεφτούν αυτό που βλέπουν, θέλουν μια βατή κοινότοπη ιστορία, ο ωραίος κι η ωραία αφού κερατωθούν παντρεύονται στο τέλος και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Το βιβλίο ξεκινάει με το καλύτερο κεφάλαιο που έχω διαβάσει ποτέ σε σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα.

Λατρεύω όλα μου τα βιβλία, κι έχω πάρα πολλά αλλά πραγματικά το διαβάζεις πρώτη φορά το πρώτο κεφάλαιο και στο καπάκι το ξαναδιαβάζεις και πιάνεις τον εαυτό σου να σκέφτεται ”ω, Θεέ, σε τι μαγικό συγγραφικό ταλέντο έπεσα εδώ”.

Στο πρώτο κεφάλαιο διαβάζουμε τη ζωή σε fast forward ενός ήρωα απόντα με τραγικό τρόπο από τη ζωή των υπολοίπων που κατά κάποιο τρόπο τους στοιχειώνει κιόλας ενώ υπήρξε κι αυτός που τους ένωσε.

Το βιβλίο απλώνεται σε είκοσι δύο πανέμορφα κεφάλαια όπου με περίσσιο σαρκασμό και αιχμηρότητα αλλά και αβάσταχτη ευαισθησία μαθαίνουμε για τις σχέσεις και τον τρόπο ζωής αυτών των ανθρώπων.

Το βιβλίο δεν έχει την κλασική υπόθεση που συναντάμε συνήθως στα μυθιστορήματα, πρόκειται για ένα ελληνικό εξαιρετικά πρωτότυπο ανάγνωσμα. Αν και στα τελευταία κεφάλαια η συγγραφέας προσθέτει μια τραγική ανατροπή που γίνεται αφορμή για ακόμα περισσότερη ανελέητη σάτιρα μα και τρυφερότητα.

Γι’ αυτό του το χαρακτηριστικό, το ότι δηλαδή δεν έχει υπόθεση μάς ενημερώνει με πανέξυπνο τρόπο και η ίδια η συγγραφέας σε μια υποσημείωση-παρέκβαση στις σελίδες 169-170-171.
Γράφει σε ένα απόσπασμα: ”Φυσικά δε θα υπάρξει δράση. Όπως δεν υπάρχει και ιστορία για να τελειώσει. Όλοι αυτοί τη βγάζουν όπως όπως. Τα μεγάλα συμβάντα έχουν ήδη λάβει χώρα γι’ αυτούς. Δεν υπάρχουν άλλες εκπλήξεις”.

Κι αυτό είναι που το κάνει ακόμα πιο σπαρακτικό αλλά ταυτόχρονα και κυνικό το νόημα του βιβλίου.
Υπάρχουν κι άλλες λίγες μα καίριες παρεμβάσεις της συγγραφέως ως υποσημειώσεις-επεξηγήσεις μέσα στις σελίδες του βιβλίου.

Ήρωες είναι η Έρση Μπαταγιάννη που είναι ζευγάρι με τον Διονύσιο Μάνεση, η Λένια, ο  Γιώγος, ο Άλκης Μαρκοσιάν, ο Βίκτωρ Π. Παντάς και άλλοι συγγενείς ή γνωστοί αυτών των ηρώων που όμως δεν αντιμετωπίζονται ως δευτεραγωνιστές ούτε ως διακοσμητικοί γιατί με έναν άκρως ευρηματικό τρόπο όλοι προσφέρουν στο βιβλίο.

Οι ιδιαίτεροι δεσμοί και η σχέση που ενώνει τη συγκεκριμένη παρέα μένει να ανακαλυφθεί από τον αναγνώστη.

Ποιός αναγνώστης θα ξεχάσει το χιουμοριστικά πικρό πέμπτο κεφάλαιο όπου γνωρίζουμε το παιδί Βικέντιος, τον οκτάχρονο ανιψιό του Διονύσιου και γιο της αδερφής του Καίτης Μάνεση ο οποίος έχει ταλέντο (;) στην ποίηση.

Δεν γράφει ποιήματα αλλά ποιηματογραφήματα τα οποία όπως αναφέρει η συγγραφέας: ”τα ποιηματογραφήματα ήταν μικρής έκτασης κείμενα σε ύφος παιδικής έκθεσης ιδεών, έμπλεα λογοπαιγνίων, καίριων -ήταν η αλήθεια- ανορθογραφιών και αντεστραμμένων φράσεων  που διακρίνονταν από κάποια ποιητικότητα, ό,τι σκατά κι αν σήμαινε αυτή η λέξη”.
Εννοείται πως το βιβλίο αποτελεί και μια καυστική σάτιρα για τον κόσμο της λογοτεχνίας και της τέχνης γενικότερα.

Πολλά θέματα θίγονται μέσα στο βιβλίο κια πραγματικά είναι απόλαυση να τα ανακαλύπτεις.
Το βιβλίο δεν θα αρέσει σε όσους είναι αποφασισμένοι να κρύψουν τα θέματά τους κάτω απ’  το χαλάκι αλλά μπορεί να λειτουργήσει και αντίστροφα. Τι κάνουν οι αναγνώστες και οι θεατές ενός έργου τέχνης όταν βλέπουν εικόνες ανθρώπων που τους μοιάζουν ή θα επιθυμούσαν ενδόμυχα να τους μοιάζουν;

Λένε ”ευτυχώς εμείς δεν είμαστε σαν και αυτούς” και επιδίδονται σε ένα λυτρωτικό γέλιο με τα χάλια των άλλων που συνήθως πρόκειται για τα δικά τους.

Στα δύο τελευταία κεφάλαια εξαιτίας του τραγικού γεγονότος που συμβαίνει η συγγραφέας προσθέτει και νέους ήρωες ( όπως κάνει άλλωστε και σε κάποια κεφάλαια που προηγούνται)κι έτσι βρίσκει αφορμή να ”ξεσαλώσει” και να ”γλεντήσει” τον κόσμο της τέχνης ακόμα περισσότερο.
Πραγματικά πρόκειται για πλήρη αναγνωστική απόλαυση το να διαβάζεις ξανά και ξανά αυτές τις σελίδες καθώς οι επαναλαμβανόμενες αναγνώσεις του βιβλίου στο σύνολό του προκαλούν την ψυχική ευφορία της πρώτης φοράς.

Πάνω απ’ όλα το βιβλίο είναι μια κριτική (καθόλου όμως αφ’ υψηλού) στην απάθεια και την αδιαφορία της εποχής μας, στις σχέσεις μας που είναι τόσο εφήμερες όσο και οι καθημερινές μας σκέψεις, στη μοναξιά μας που μας κάνει να κρυβόμαστε και να υποκρινόμαστε όλο και περισσότερο ή να βγάζουμε αγκάθια για την άμυνά μας ακριβώς όπως και οι αχινοί.

Πώς φιλιούνται άραγε οι αχινοί; Αξίζει να μάθουμε και το ερώτημα του τίτλου του βιβλίου απαντάται στο δέκατο έκτο κεφάλαιο του βιβλίου.

Πιστεύω πως το σπαρακτικό μα και χιουμοριστικά σαρκαστικό νόημα του βιβλίου βρίσκεται σε μία από τις ευφυείς υποσημειώσεις-επεξηγήσεις της συγγραφέως στη σελίδα 184 που γράφει: ”Ίσως ήταν τελικά αφελής η πεποίθηση πως μια τριήμερη απουσία οιουδήποτε ήρωα θα προκαλούσε εσωτερικές μετατοπίσεις στους υπόλοιπους. Είναι όλοι τους ενήλικες σε μια τεχνολογικά εξελιγμένη και συναισθηματικά ισοπεδωμένη εποχή, κατά την οποία ο σεβασμός στην ανεξαρτησία του άλλου θεωρείται η απόλυτη έκφραση αγάπης. Στην πραγματικότητα έχουν περάσει τρεις μέρες και κανείς δεν έχει πάρει ακόμα πρέφα την εξαφάνιση της Έρσης”.

Άλλωστε όπως δείχνουν και οι ανακατατάξεις στις σχέσεις των ηρώων στο τέλος του βιβλίου που συμβαίνουν στη διάρκεια του τραγικού συμβάντος η ζωή θα είναι πάντα ένας φαύλος κύκλος, εμείς θα εξακολουθήσουμε να κάνουμε σχέσεις για να αντέχουμε την πραγματικότητα κι ο ήλιος θα ”συνεχίσει να σέρνεται σαν γέρικη, βαριεστημένη χελώνα”.

-mikropragmata.lifo.gr

Τα Tsipas Blog παρασκήνια είναι δια χειρός Ηλία Τσίπα... είναι πάντα ενυπόγραφα!
Όσα άρθρα δε φέρουν το σκίτσο με την υπογραφή μου, αναρτώνται από την δημοσιογραφική ομάδα του blog ή υπογράφονται από τον συντάκτη τους.